- εφταπάρθενος
- -η, -ο1. πολύ αγνός, πολύ σεμνός («εφταπάρθενο κορίτσι»)2. φρ. «εφταπάρθενος χορός» — λαϊκή ονομασία τών αστερισμών τών Πλειάδων (κν. Πούλια) ή τής Μεγάλης Άρκτου, που οι λαμπρότεροι αστέρες τους είναι επτά.
Dictionary of Greek. 2013.